- εραστής
- ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι]1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος»)3. οπαδός, ακόλουθος, διατεθειμένος με θαυμασμό (α. «oἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί», Πλάτ. β. «τῶν χριστιανῶν ἐραστής»)νεοελλ.(για θεατρική ειδικότητα) απόδοση τού γαλλικού θεατρικού όρου jeune premierαρχ.-μσν.1. Ο θεός ως εραστής τών ψυχών («ἵνα τὸν ἁπάντων Δεσπότην Θεόν ἔχητε ἐραστήν», Ιωάνν. Χρυσ.)2. ο Χριστός ως εραστής τής αγνότητας3. ο πιστός χριστιανός ή ο ασκητής («ἐρασταὶ τοῡ ὑπερκοσμίου κάλλους», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.